- δικαιοκρισία
- δικαιο-κρισία, ἡ, gerechter Richterspruch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαιοκρισία — δικαιοκρισίᾱ , δικαιοκρισία righteous judgement fem nom/voc/acc dual δικαιοκρισίᾱ , δικαιοκρισία righteous judgement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρισίᾳ — δικαιοκρισίαι , δικαιοκρισία righteous judgement fem nom/voc pl δικαιοκρισίᾱͅ , δικαιοκρισία righteous judgement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρισία — η (AM δικαιοκρισία) [δικαιοκρίτης] δίκαιη απόφαση, σωστή κρίση … Dictionary of Greek
δικαιοκρισία — η η δίκαιη κρίση ή απόφαση: Οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται τη δικαιοκρισία της δικαστικής εξουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοκρισίας — δικαιοκρισίᾱς , δικαιοκρισία righteous judgement fem acc pl δικαιοκρισίᾱς , δικαιοκρισία righteous judgement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρισίαι — δικαιοκρισία righteous judgement fem nom/voc pl δικαιοκρισίᾱͅ , δικαιοκρισία righteous judgement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρισίαν — δικαιοκρισίᾱν , δικαιοκρισία righteous judgement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάκες — Οι Σκύθες του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας, πολεμικός νομαδικός λαός που κατοικούσε σε δάση και σπήλαια. Νικήθηκαν από τον Κύρο το Μεγάλο και υποτάχτηκαν από το Δαρείο A’. Πολέμησαν στο Μαραθώνα το 490 π.Χ., όπου κατέχοντας το μέσο της… … Dictionary of Greek
Σορντόν ντε λα Μπαρ, Λουδοβίκος — (Char don de la Barre). Γάλλος φιλέλληνας. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ναπολέοντα ως αξιωματικός και, μετά την πτώση του, αποστρατεύτηκε. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, κατέβηκε στην Ελλάδα και κατατάχτηκε στο σώμα του Φαβιέρου. Διακρίθηκε για… … Dictionary of Greek
ԱՐԴԱՐԱԴԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0346 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c գ. δικαιοκρισία justum judicium Արդարութեամբ դատելն. արդար դատաւորութիւն, եւ անաչառ դատաստան. ... *Այժմ յերկայնմտութեանն վայելեսցուք, յայնժամ զարդարադատութիւնն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)